- θαιραῖος
- θαιραῖος, α, ον,A for axles,
ξύλα Poll.1.253
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξύλα Poll.1.253
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαιραίος — θαιραῑος, αία, ον (Α) [θαρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῑα ξύλα» ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για κατασκευή αξόνων, Πολυδ.) … Dictionary of Greek